Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λᾱκαταπῡ́γων
Λακεδαίμων
λακεῖν
λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
λακκόπρωκτος
λάκκος
λάκον
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
View word page
λακήσομαι
λακήσομαι
fut.mid.
see
λάσκω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λακήσομαι
Headword (normalized):
λακήσομαι
Headword (normalized/stripped):
λακησομαι
IDX:
24101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24102
Key:
λακήσομαι
Data
{'headword_display': '<b>λακήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λακήσομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λάσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λακήσομαι'}