Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
View word page
ᾱ̓ερο-πετής
ᾱ̓ερο-πετήςέςadjπίπτω fig., of a royal pretenderfallen from the skyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓εροπετής
Headword (normalized):
ᾱ̓εροπετής
Headword (normalized/stripped):
αεροπετης
IDX:
2409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2410
Key:
ᾱ̓εροπετής

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ερο-πετής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ᾱ̓ερο-πετής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πίπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of a royal pretender</Indic><Tr>fallen from the sky</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ᾱ̓εροπετής'}