Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λᾱίς
λαισήιον
Λαιστρῡγόνες
λαῖτμα
λαίφη
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λᾱκαταπῡ́γων
Λακεδαίμων
λακεῖν
λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
λακκόπρωκτος
View word page
λᾱ-καταπῡ́γων
λᾱκαταπῡ́γωνονοςmintensv.prfx. ref. to a politicianutter faggotAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λᾱκαταπῡ́γων
Headword (normalized):
λᾱκαταπῡ́γων
Headword (normalized/stripped):
λακαταπυγων
IDX:
24096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24097
Key:
λᾱκαταπῡ́γων

Data

{'headword_display': '<b>λᾱ-καταπῡ́γων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λᾱ<hyph/>καταπῡ́γων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>m</PS><Ety>intensv.prfx.</Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to a politician</Indic><Tr>utter faggot</Tr><Au>Ar.</Au> </nS1> </NE>', 'key': 'λᾱκαταπῡ́γων'}