Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λᾱ́ιος
λᾱίς
λαισήιον
Λαιστρῡγόνες
λαῖτμα
λαίφη
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λᾱκαταπῡ́γων
Λακεδαίμων
λακεῖν
λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
View word page
Λάκαινα
Λάκαιναfem.adjsee under Λάκων

ShortDef

Lacaena, a Laconian woman

Debugging

Headword:
Λάκαινα
Headword (normalized):
λάκαινα
Headword (normalized/stripped):
λακαινα
IDX:
24095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24096
Key:
Λάκαινα

Data

{'headword_display': '<b>Λάκαινα</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>Λάκαινα</FmHL><PS>fem.adj</PS></RefVL><XR>see under <Ref>Λάκων</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Λάκαινα'}