Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαιός
Λᾱ́ιος
λᾱίς
λαισήιον
Λαιστρῡγόνες
λαῖτμα
λαίφη
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λᾱκαταπῡ́γων
Λακεδαίμων
λακεῖν
λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
View word page
λακάζω
λακάζωvbreltd. λάσκω shriekA.

ShortDef

to shout, howl

Debugging

Headword:
λακάζω
Headword (normalized):
λακάζω
Headword (normalized/stripped):
λακαζω
IDX:
24094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24095
Key:
λακάζω

Data

{'headword_display': '<b>λακάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λακάζω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd. <Ref>λάσκω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>shriek</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λακάζω'}