Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λᾱ́ινος
λαῖον
λαιός
Λᾱ́ιος
λᾱίς
λαισήιον
Λαιστρῡγόνες
λαῖτμα
λαίφη
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λᾱκαταπῡ́γων
Λακεδαίμων
λακεῖν
λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
View word page
λαιψηρο-δρόμος
λαιψηροδρόμοςονadjλαιψηρός epith. of Achillesswift-runningE.

ShortDef

swift-running

Debugging

Headword:
λαιψηροδρόμος
Headword (normalized):
λαιψηροδρόμος
Headword (normalized/stripped):
λαιψηροδρομος
IDX:
24092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24093
Key:
λαιψηροδρόμος

Data

{'headword_display': '<b>λαιψηρο-δρόμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λαιψηρο<hyph/>δρόμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λαιψηρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Achilles</Indic><Tr>swift-running</Tr><Au>E.</Au> </aS1> </AE>', 'key': 'λαιψηροδρόμος'}