Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
View word page
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερομετρέωcontr.vbμετρέω of Socratesmeasure the airi.e. speculate idlyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓ερομετρέω
Headword (normalized):
ᾱ̓ερομετρέω
Headword (normalized/stripped):
αερομετρεω
IDX:
2407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2408
Key:
ᾱ̓ερομετρέω

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ερομετρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ᾱ̓ερομετρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μετρέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of Socrates</Indic><Tr>measure the air<Expl>i.e. speculate idly</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ᾱ̓ερομετρέω'}