Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λᾱ́ιγξ
λαιδρός
Λᾱίειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαιμαργίᾱ
λαιμάττω
λαιμάω
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμοτόμᾱς
λαιμοτομέω
λαιμοτόμος
λᾱίνεος
λᾱ́ινος
λαῖον
λαιός
Λᾱ́ιος
View word page
λαιμόρρυτος
λαιμόρρυτοςadjseeαἱμόρρυτος

ShortDef

gushing from the throat

Debugging

Headword:
λαιμόρρυτος
Headword (normalized):
λαιμόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
λαιμορρυτος
IDX:
24075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24076
Key:
λαιμόρρυτος

Data

{'headword_display': '<b>λαιμόρρυτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λαιμόρρυτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>αἱμόρρυτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λαιμόρρυτος'}