Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λάζομαι
λᾱ́θᾱ
λᾱθάνεμος
λαθεῖν
λαθητικός
λαθικηδής
λᾱθίπονος
λαθιπορφυρίς
λαθίφθογγος
λαθιφροσύνη
λαθοίατο
λᾶθος
λάθρᾳ
λαθράδᾱν
λαθραῖος
λάθριος
λᾱ́θω
λᾶι
λᾱ́ιγξ
λαιδρός
Λᾱίειος
View word page
λαθοίατο
λαθοίατο ep.3pl.aor.2 mid.opt.λαθόμηνep.aor.2 mid.λάθονep.aor.2see λανθάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαθοίατο
Headword (normalized):
λαθοίατο
Headword (normalized/stripped):
λαθοιατο
IDX:
24057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24058
Key:
λαθοίατο

Data

{'headword_display': '<b>λαθοίατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>λαθοίατο <LblR>ep.3pl.aor.2 mid.opt.</LblR></RefFm><RefFm>λαθόμην<LblR>ep.aor.2 mid.</LblR></RefFm><RefFm>λάθον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see <Ref>λανθάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λαθοίατο'}