Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
View word page
ᾱ̓ερο-δόνητος
ᾱ̓ερο-δόνητοςονadjδονέω of dithyrambic preludeswhirling in the airAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓εροδόνητος
Headword (normalized):
ᾱ̓εροδόνητος
Headword (normalized/stripped):
αεροδονητος
IDX:
2404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2405
Key:
ᾱ̓εροδόνητος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ερο-δόνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ᾱ̓ερο-δόνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δονέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dithyrambic preludes</Indic><Tr>whirling in the air</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ᾱ̓εροδόνητος'}