Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαγοθηρέω
λαγός
λαγχάνω
λαγωβολίη
λαγωβόλον
λαγῴδιον
λαγών
λαγῷος
λαγώς
λᾱ́δανον
λᾶδος
λάε
Λᾱέρτης
λάζομαι
λᾱ́θᾱ
λᾱθάνεμος
λαθεῖν
λαθητικός
λαθικηδής
λᾱθίπονος
λαθιπορφυρίς
View word page
λᾶδος
λᾶδοςεοςdial.n light dressof a womanAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λᾶδος
Headword (normalized):
λᾶδος
Headword (normalized/stripped):
λαδος
IDX:
24044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24045
Key:
λᾶδος

Data

{'headword_display': '<b>λᾶδος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λᾶδος</HL><Infl>εος</Infl><PS>dial.n</PS></HG> <nS1><Tr>light dress<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>Alcm.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λᾶδος'}