Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαγαρίζομαι
λαγαρός
λᾱγέτᾱς
λάγινος
λάγιον
λαγνείᾱ
λαγοδαίτᾱς
λαγοθηρέω
λαγός
λαγχάνω
λαγωβολίη
λαγωβόλον
λαγῴδιον
λαγών
λαγῷος
λαγώς
λᾱ́δανον
λᾶδος
λάε
Λᾱέρτης
λάζομαι
View word page
λαγωβολίη
λαγωβολίηηςIon.fλαγωβόλον hare-huntingCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγωβολίη
Headword (normalized):
λαγωβολίη
Headword (normalized/stripped):
λαγωβολιη
IDX:
24037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24038
Key:
λαγωβολίη

Data

{'headword_display': '<b>λαγωβολίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαγωβολίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>λαγωβόλον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hare-hunting</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαγωβολίη'}