Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
View word page
ᾱ̓ερο-βάτᾱς
ᾱ̓ερο-βάτᾱςdial.masc.adjᾱ̓ήρβαίνω of windswalking the airLyr.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓εροβάτᾱς
Headword (normalized):
ᾱ̓εροβάτᾱς
Headword (normalized/stripped):
αεροβατας
IDX:
2402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2403
Key:
ᾱ̓εροβάτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ερο-βάτᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ᾱ̓ερο-βάτᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>ᾱ̓ήρ</Ref><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of winds</Indic><Tr>walking the air</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ᾱ̓εροβάτᾱς'}