Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λάβῃσι
λαβίς
λάβοισα
λᾱβόλιον
λᾱ́βολος
λάβον
λαβραγόρης
λάβρᾱξ
λαβρεύομαι
λάβρος
λαβροστομέω
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λάβω
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λᾱγέτᾱς
λάγινος
λάγιον
λαγνείᾱ
λαγοδαίτᾱς
View word page
λαβροστομέω
λαβροστομέωcontr.vbστόμα speak recklesslyimpetuouslyA.

ShortDef

talk boldly, rashly

Debugging

Headword:
λαβροστομέω
Headword (normalized):
λαβροστομέω
Headword (normalized/stripped):
λαβροστομεω
IDX:
24023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24024
Key:
λαβροστομέω

Data

{'headword_display': '<b>λαβροστομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λαβροστομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>speak recklessly<or/>impetuously</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λαβροστομέω'}