Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεξίφυλλος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
View word page
ἄ-ερκτος
ἄ-ερκτοςονadjprivatv.prfx.,εἴργω of a plot of landnot enclosedunfencedLys.

ShortDef

unfenced, open

Debugging

Headword:
ἄερκτος
Headword (normalized):
ἄερκτος
Headword (normalized/stripped):
αερκτος
IDX:
2401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2402
Key:
ἄερκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-ερκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-ερκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>εἴργω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plot of land</Indic><Def>not enclosed</Def><Tr>unfenced</Tr><Au>Lys.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄερκτος'}