Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἄε(ν)
ᾱ̓έναος
ἀεξίγυιος
ἀεξίφυλλος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
View word page
ἀέρθην
ἀέρθην
ep.aor.pass.
see
αἴρω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀέρθην
Headword (normalized):
ἀέρθην
Headword (normalized/stripped):
αερθην
IDX:
2398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2399
Key:
ἀέρθην
Data
{'headword_display': '<b>ἀέρθην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀέρθην<LblR>ep.aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>αἴρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀέρθην'}