Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κωμῳδίᾱ
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κῶνος
κώνωψ
Κῷος
Kῶπαι
κωπεύς
κώπη
κωπήεις
κωπηλατέω
κωπήρης
κωπίον
κώρᾱ
View word page
κῶνος
κῶνοςουm pine coneTheoc.

ShortDef

pine cone, cone; (f) pine tree

Debugging

Headword:
κῶνος
Headword (normalized):
κῶνος
Headword (normalized/stripped):
κωνος
IDX:
23980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23981
Key:
κῶνος

Data

{'headword_display': '<b>κῶνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κῶνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>pine cone</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'κῶνος'}