Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄεμμα
ἄε(ν)
ᾱ̓έναος
ἀεξίγυιος
ἀεξίφυλλος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
View word page
ἀέρδην
ἀέρδηνdial.advseeᾱ̓́ρδην

ShortDef

lifting up

Debugging

Headword:
ἀέρδην
Headword (normalized):
ἀέρδην
Headword (normalized/stripped):
αερδην
IDX:
2397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2398
Key:
ἀέρδην

Data

{'headword_display': '<b>ἀέρδην</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀέρδην</HL><PS>dial.adv</PS></HG><XR>see<Ref>ᾱ̓́ρδην</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀέρδην'}