Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κώμῡς
κωμῳδέω
κωμῳδήματα
κωμῳδίᾱ
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κῶνος
κώνωψ
Κῷος
Kῶπαι
κωπεύς
κώπη
κωπήεις
κωπηλατέω
View word page
κωμῳδο-ποιός
κωμῳδο-ποιόςοῦmποιέω comic poetPl. Arist. Plu.

ShortDef

a maker of comedies, comic poet

Debugging

Headword:
κωμῳδοποιός
Headword (normalized):
κωμῳδοποιός
Headword (normalized/stripped):
κωμωδοποιος
IDX:
23977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23978
Key:
κωμῳδοποιός

Data

{'headword_display': '<b>κωμῳδο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κωμῳδο-ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>comic poet</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κωμῳδοποιός'}