Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμῡς
κωμῳδέω
κωμῳδήματα
κωμῳδίᾱ
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κῶνος
κώνωψ
Κῷος
Kῶπαι
κωπεύς
View word page
κωμῳδο-διδάσκαλος
κωμῳδο-διδάσκαλοςουmκωμῳδός teacher or trainer of a comic chorususu. the poet himselfcomic dramatistAr. Isoc. Arist.

ShortDef

a comic poet

Debugging

Headword:
κωμῳδοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
κωμῳδοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
κωμωδοδιδασκαλος
IDX:
23974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23975
Key:
κωμῳδοδιδάσκαλος

Data

{'headword_display': '<b>κωμῳδο-διδάσκαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κωμῳδο-διδάσκαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κωμῳδός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>teacher or trainer of a comic chorus<Expl>usu. the poet himself</Expl></Def><Tr>comic dramatist</Tr><Au>Ar. Isoc. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κωμῳδοδιδάσκαλος'}