Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμῡς
κωμῳδέω
κωμῳδήματα
κωμῳδίᾱ
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κῶνος
κώνωψ
Κῷος
Kῶπαι
View word page
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδασκαλίᾱᾱςfκωμῳδοδιδάσκαλος act of putting on a comedystaging of a comedyAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
Headword (normalized):
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κωμωδοδιδασκαλια
IDX:
23973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23974
Key:
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κωμῳδοδιδασκαλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κωμῳδοδιδασκαλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κωμῳδοδιδάσκαλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of putting on a comedy</Def><Tr>staging of a comedy</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κωμῳδοδιδασκαλίᾱ'}