Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κωμάζω
κώμαρχος
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμῡς
κωμῳδέω
κωμῳδήματα
κωμῳδίᾱ
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
View word page
κωμῳδήματα
κωμῳδήματατωνn.pl subjects for comic treatmentPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωμῳδήματα
Headword (normalized):
κωμῳδήματα
Headword (normalized/stripped):
κωμωδηματα
IDX:
23969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23970
Key:
κωμῳδήματα

Data

{'headword_display': '<b>κωμῳδήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κωμῳδήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>subjects for comic treatment</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κωμῳδήματα'}