Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄελπτος
ἄεμμα
ἄε(ν)
ᾱ̓έναος
ἀεξίγυιος
ἀεξίφυλλος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
ἀέρθην
ᾱ̓έρινος
ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
View word page
ἄεργος
ἄεργοςep.adjseeᾱ̓ργός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄεργος
Headword (normalized):
ἄεργος
Headword (normalized/stripped):
αεργος
IDX:
2396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2397
Key:
ἄεργος

Data

{'headword_display': '<b>ἄεργος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄεργος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾱ̓ργός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄεργος'}