Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κωλῡ́ω
κῶμα
κωμάζω
κώμαρχος
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμῡς
κωμῳδέω
κωμῳδήματα
κωμῳδίᾱ
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδοδιδασκαλίᾱ
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
View word page
κώμῡς
κώμῡςῡθοςf bundle, sheafof hayTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κώμῡς
Headword (normalized):
κώμῡς
Headword (normalized/stripped):
κωμυς
IDX:
23967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23968
Key:
κώμῡς

Data

{'headword_display': '<b>κώμῡς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κώμῡς</HL><Infl>ῡθος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bundle, sheaf<Expl>of hay</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κώμῡς'}