Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κωβιός
κῳδάριον
κώδεια
κῴδιον
κώδων
κωδωνίζω
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
κώθων
κωθωνίζομαι
κώκῡμα
κωκῡμός
κωκῡτός
κωκῡ́ω
κωλακρέτης
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κῶλον
View word page
κωθωνίζομαι
κωθωνίζομαιmid.pass.vb engage in hard drinking, get drunkPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωθωνίζομαι
Headword (normalized):
κωθωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κωθωνιζομαι
IDX:
23938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23939
Key:
κωθωνίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κωθωνίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κωθωνίζομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>engage in hard drinking, get drunk</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κωθωνίζομαι'}