Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κύον
κύπαιρος
κυπάρισσος
κύπασσις
κύπειρος
κύπελλον
Κύπρις
Κυπρογενής
Κύπρος
κυπτάζω
κυπτός
κύπτω
Κυρᾱ́νᾱ
Κύρβαντες
κυρβασίᾱ
κύρβις
Κῡ́ρειος
κυρέω
κυρηβάζω
κυρήβια
Κυρήνη
View word page
κυπτός
κυπτόςή όνadj fig., of a messagebent, distorted, crookedA.

ShortDef

crooked, distorted (LSJ suppl)

Debugging

Headword:
κυπτός
Headword (normalized):
κυπτός
Headword (normalized/stripped):
κυπτος
IDX:
23883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23884
Key:
κυπτός

Data

{'headword_display': '<b>κυπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυπτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>fig., of a message</Indic><Tr>bent, distorted, crooked</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυπτός'}