Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓έλιος
ἄελλα
ἀελλαῖος
ἀελλάς
ἀελλοδρόμᾱς
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀελπτῑ́ᾱ
ἄελπτος
ἄεμμα
ἄε(ν)
ᾱ̓έναος
ἀεξίγυιος
ἀεξίφυλλος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργῑ́ᾱ
ἄεργος
ἀέρδην
View word page
ἄεμμα
ἄεμμαατοςn bowof an archerCall.

ShortDef

bow-string

Debugging

Headword:
ἄεμμα
Headword (normalized):
ἄεμμα
Headword (normalized/stripped):
αεμμα
IDX:
2387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2388
Key:
ἄεμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἄεμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄεμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>bow<Expl>of an archer</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄεμμα'}