Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοραιστής
κυνορτικός
κυνός
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
Κυνοσουρίς
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώπης
κύον
κύπαιρος
κυπάρισσος
κύπασσις
κύπειρος
κύπελλον
View word page
κυνοῦχος
κυνοῦχοςουmἔχω leather bagsackfor carrying hunting netsX.

ShortDef

a dog-holder, dog-leash

Debugging

Headword:
κυνοῦχος
Headword (normalized):
κυνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
κυνουχος
IDX:
23868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23869
Key:
κυνοῦχος

Data

{'headword_display': '<b>κυνοῦχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυνοῦχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>leather bag<or/>sack<Expl>for carrying hunting nets</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυνοῦχος'}