Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοραιστής
κυνορτικός
κυνός
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
Κυνοσουρίς
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώπης
κύον
κύπαιρος
κυπάρισσος
View word page
κυνόσ-βατος
κυνόσβατοςουfκύωνβάτος1 evergreen roseTheoc.

ShortDef

dog-thorn

Debugging

Headword:
κυνόσβατος
Headword (normalized):
κυνόσβατος
Headword (normalized/stripped):
κυνοσβατος
IDX:
23865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23866
Key:
κυνόσβατος

Data

{'headword_display': '<b>κυνόσ-βατος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυνόσ<hyph/>βατος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κύων</Ref><Ref>βάτος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>evergreen rose</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυνόσβατος'}