Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κύνθος
κυνίᾱ
κυνίδιον
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοραιστής
κυνορτικός
κυνός
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
Κυνοσουρίς
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
View word page
κυνο-κέφαλος
κυνο-κέφαλοςουmκεφαλή
-κέφᾱλοςunless -κέφαλλος
metri grat. Ar.
dog-headed apebaboonAr. Pl. pl.dog-headed creaturesapp. human, in AfricaHdt.

ShortDef

dog-headed

Debugging

Headword:
κυνοκέφαλος
Headword (normalized):
κυνοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεφαλος
IDX:
23858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23859
Key:
κυνοκέφαλος

Data

{'headword_display': '<b>κυνο-κέφαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυνο-κέφαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κεφαλή</Ref></Ety><FG><Case><Lbl><Form>-κέφᾱλος<Expl>unless <Form>-κέφαλλος</Form></Expl></Form> <ital> metri grat.</ital> <Au>Ar.</Au></Lbl></Case></FG></HG> <nS1><Def>dog-headed ape</Def><Tr>baboon</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>dog-headed creatures<Expl>app. human, in Africa</Expl></Def><Au>Hdt.</Au></SGrm></nS1> </NE>', 'key': 'κυνοκέφαλος'}