Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνήποδες
Κύνθος
κυνίᾱ
κυνίδιον
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοραιστής
κυνορτικός
κυνός
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
Κυνοσουρίς
κυνοσπάρακτος
View word page
κυνο-θαρσής
κυνο-θαρσήςalsoκυνοθρασήςA.έςadjθάρσοςθράσος of men or womenas brazen as a dogA. Theoc.

ShortDef

impudent as a dog

Debugging

Headword:
κυνοθαρσής
Headword (normalized):
κυνοθαρσής
Headword (normalized/stripped):
κυνοθαρσης
IDX:
23857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23858
Key:
κυνοθαρσής

Data

{'headword_display': '<b>κυνο-θαρσής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυνο-θαρσής<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>κυνοθρασής</FmHL><Au>A.</Au></VL></HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θάρσος</Ref><Ref>θράσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of men or women</Indic><Tr>as brazen as a dog</Tr><Au>A. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυνοθαρσής'}