Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνηδόν
κυνηλασίη
κυνήποδες
Κύνθος
κυνίᾱ
κυνίδιον
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοραιστής
κυνορτικός
κυνός
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
View word page
κυνοδρομέω
κυνοδρομέωcontr.vbδρόμος of huntersrun with the houndsX. fig., of personsrun about like houndssearching for one anotherX.

ShortDef

to run with dogs

Debugging

Headword:
κυνοδρομέω
Headword (normalized):
κυνοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
κυνοδρομεω
IDX:
23855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23856
Key:
κυνοδρομέω

Data

{'headword_display': '<b>κυνοδρομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κυνοδρομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δρόμος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of hunters</Indic><Tr>run with the hounds</Tr><Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig., of persons</Indic><Tr>run about like hounds<Expl>searching for one another</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κυνοδρομέω'}