Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνηγός
κυνηδόν
κυνηλασίη
κυνήποδες
Κύνθος
κυνίᾱ
κυνίδιον
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοραιστής
κυνορτικός
κυνός
Κυνόσαργες
View word page
κυν-όδους
κυν-όδουςοντοςmὀδούς canine toothof a horseX.

ShortDef

a canine tooth

Debugging

Headword:
κυνόδους
Headword (normalized):
κυνόδους
Headword (normalized/stripped):
κυνοδους
IDX:
23854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23855
Key:
κυνόδους

Data

{'headword_display': '<b>κυν-όδους</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυν-όδους</HL><Infl>οντος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ὀδούς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>canine tooth<Expl>of a horse</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυνόδους'}