Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέω
κυνήγιον
κυνηγός
κυνηδόν
κυνηλασίη
κυνήποδες
Κύνθος
κυνίᾱ
κυνίδιον
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
View word page
κυνίδιον
κυνίδιονουndimin.κύων young dogpuppyAr. Pl. X. Plu. pejor.cur, muttAr. Arist.

ShortDef

a little dog, whelp, puppy

Debugging

Headword:
κυνίδιον
Headword (normalized):
κυνίδιον
Headword (normalized/stripped):
κυνιδιον
IDX:
23850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23851
Key:
κυνίδιον

Data

{'headword_display': '<b>κυνίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυνίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>κύων</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>young dog</Def><Tr>puppy</Tr><Au>Ar. Pl. X. Plu.</Au></nS1> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>cur, mutt</Tr><Au>Ar. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυνίδιον'}