Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέω
κυνήγιον
κυνηγός
κυνηδόν
κυνηλασίη
κυνήποδες
Κύνθος
κυνίᾱ
κυνίδιον
κύνικλος
κυνικός
κυνίσκη
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομίη
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
View word page
κυνίᾱ
κυνίᾱAeol.fseeκυνέᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνίᾱ
Headword (normalized):
κυνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κυνια
IDX:
23849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23850
Key:
κυνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κυνίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κυνίᾱ</HL><PS>Aeol.f</PS></HG><XR>see<Ref>κυνέᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κυνίᾱ'}