Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυμῑνοπρίστης
κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος
κῡμοδέγμων
κῡμοκτύπος
κυνᾱγέτᾱς
κυνᾱγέω
κυνᾱγίᾱ
κυνᾱγός
κυνάγχης
κυναγωγός
κυναλώπηξ
κυνάμυια
κυνάριον
κυνάς
κυνέᾱ
κύνειος
κύνεος
κυνέω
κυνῆ
κυνηγεσίᾱ
κυνηγέσιον
View word page
κυν-αλώπηξ
κυν-αλώπηξεκοςf dog-foxnickname of a disreputable personAr.

ShortDef

a fox-dog, mongrel between dog and fox

Debugging

Headword:
κυναλώπηξ
Headword (normalized):
κυναλώπηξ
Headword (normalized/stripped):
κυναλωπηξ
IDX:
23827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23828
Key:
κυναλώπηξ

Data

{'headword_display': '<b>κυν-αλώπηξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυν-αλώπηξ</HL><Infl>εκος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dog-fox<Expl>nickname of a disreputable person</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυναλώπηξ'}