Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κῡματόω
κῡματωγή
κῡματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμβαχος
κυμβίον
κύμινδις
κύμῑνον
κυμῑνοπρίστης
κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος
κῡμοδέγμων
κῡμοκτύπος
κυνᾱγέτᾱς
κυνᾱγέω
κυνᾱγίᾱ
κυνᾱγός
κυνάγχης
κυναγωγός
κυναλώπηξ
κυνάμυια
View word page
κυμῑνοπρῑστο-καρδαμο-γλύφος
κυμῑνοπρῑστο-καρδαμο-γλύφοςονadjκάρδαμονγλύφω of a personcumin-splitting-cress-paringfig.ref. to an utter miserAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος
Headword (normalized):
κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος
Headword (normalized/stripped):
κυμινοπριστοκαρδαμογλυφος
IDX:
23818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23819
Key:
κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος

Data

{'headword_display': '<b>κυμῑνοπρῑστο-καρδαμο-γλύφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυμῑνοπρῑστο-καρδαμο-γλύφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κάρδαμον</Ref><Ref>γλύφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>cumin-splitting-cress-paring<Expl>fig.ref. to an utter miser</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος'}