Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυλλός
κυλοιδιάω
κῦμα
κῡμαίνω
κῡματίᾱς
κῡματοᾱγής
κῡματοπλήξ
κῡματόω
κῡματωγή
κῡματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμβαχος
κυμβίον
κύμινδις
κύμῑνον
κυμῑνοπρίστης
κυμῑνοπρῑστοκαρδαμογλύφος
κῡμοδέγμων
κῡμοκτύπος
κυνᾱγέτᾱς
View word page
κύμβαλον
κύμβαλονουn alsoκύμβαλοςουCall.m cymbalX. Men. Call.

ShortDef

a cymbal

Debugging

Headword:
κύμβαλον
Headword (normalized):
κύμβαλον
Headword (normalized/stripped):
κυμβαλον
IDX:
23811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23812
Key:
κύμβαλον

Data

{'headword_display': '<b>κύμβαλον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κύμβαλον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>κύμβαλος</HL2><Infl>ου<Au>Call.</Au></Infl><PS>m</PS></HG2></HG> <nS1><Tr>cymbal</Tr><Au>X. Men. Call.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'κύμβαλον'}