Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυλινδέω
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κυλίχνη
κυλῑ́ω
Κυλλήνη
κυλλῆστις
κυλλοποδῑ́ων
κυλλός
κυλοιδιάω
κῦμα
κῡμαίνω
κῡματίᾱς
κῡματοᾱγής
κῡματοπλήξ
κῡματόω
κῡματωγή
κῡματώδης
κύμβαλον
View word page
κυλλός
κυλλόςή όνadj of a hand, a footdeformed, crippledAr.of a personNT.

ShortDef

crooked, crippled

Debugging

Headword:
κυλλός
Headword (normalized):
κυλλός
Headword (normalized/stripped):
κυλλος
IDX:
23801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23802
Key:
κυλλός

Data

{'headword_display': '<b>κυλλός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυλλός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a hand, a foot</Indic><Tr>deformed, crippled</Tr><Au>Ar.</Au><aS2><Indic>of a person</Indic><Au>NT.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κυλλός'}