Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυκησμός
κύκλα
κυκλάμῑνος
κυκλάς
κυκλέω
κύκλησις
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβόρος
κυκλόεις
κύκλος
κυκλοσοβέω
κυκλοτερής
κυκλοφορίᾱ
κυκλόω
κύκλωμα
κύκλωσις
κυκλωτός
κύκλωψ
Κύκλωψ
View word page
κυκλόεις
κυκλόειςεσσα ενadj of the seat of a goddess, fig.ref. to a city's agoracircularS.

ShortDef

circular

Debugging

Headword:
κυκλόεις
Headword (normalized):
κυκλόεις
Headword (normalized/stripped):
κυκλοεις
IDX:
23773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23774
Key:
κυκλόεις

Data

{'headword_display': '<b>κυκλόεις</b>', 'content': "<AE><HG><HL>κυκλόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the seat of a goddess, fig.ref. to a city's agora</Indic><Tr>circular</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>", 'key': 'κυκλόεις'}