Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κύθηρα
Κυθηροδίκης
κύθον
κύθρος
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκησμός
κύκλα
κυκλάμῑνος
κυκλάς
κυκλέω
κύκλησις
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβόρος
κυκλόεις
View word page
κυκησμός
κυκησμόςοῦm confusion, mix-upS.Ichn.

ShortDef

stirring up

Debugging

Headword:
κυκησμός
Headword (normalized):
κυκησμός
Headword (normalized/stripped):
κυκησμος
IDX:
23763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23764
Key:
κυκησμός

Data

{'headword_display': '<b>κυκησμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυκησμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>confusion, mix-up</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'κυκησμός'}