Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
Κυβήβη
κυβικός
κυβιστάω
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζομαι
κῡδαίνω
κῡδάλιμος
κῡδάνω
View word page
κυβευτικός
κυβευτικόςή όνadj of the apparatusfor dice-playingAeschin. of a personskilled at dice-playingPl.

ShortDef

of or for dice-playing

Debugging

Headword:
κυβευτικός
Headword (normalized):
κυβευτικός
Headword (normalized/stripped):
κυβευτικος
IDX:
23726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23727
Key:
κυβευτικός

Data

{'headword_display': '<b>κυβευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυβευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the apparatus</Indic><Tr>for dice-playing</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>skilled at dice-playing</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυβευτικός'}