Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυβείᾱ
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
Κυβήβη
κυβικός
κυβιστάω
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζομαι
κῡδαίνω
κῡδάλιμος
View word page
κυβευτής
κυβευτήςοῦmκυβεύω dice-player, gamblerX. Aeschin. Arist. Plu.

ShortDef

a dicer, gambler

Debugging

Headword:
κυβευτής
Headword (normalized):
κυβευτής
Headword (normalized/stripped):
κυβευτης
IDX:
23725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23726
Key:
κυβευτής

Data

{'headword_display': '<b>κυβευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυβευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κυβεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dice-player, gambler</Tr><Au>X. Aeschin. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυβευτής'}