Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κῡανοχαίτης
κυανοχίτων
κυανόχροος
κυανῶπις
κύβδα
κυβείᾱ
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβευτής
κυβευτικός
View word page
κυβεῖον
κυβεῖονουn gambling denAeschin.

ShortDef

a gaming-house

Debugging

Headword:
κυβεῖον
Headword (normalized):
κυβεῖον
Headword (normalized/stripped):
κυβειον
IDX:
23716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23717
Key:
κυβεῖον

Data

{'headword_display': '<b>κυβεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κυβεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>gambling den</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κυβεῖον'}