Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κῡανοχαίτης
κυανοχίτων
κυανόχροος
κυανῶπις
κύβδα
κυβείᾱ
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
κυβερνήτης
View word page
κυαν-ῶπις
κυαν-ῶπιςιδοςfem.adjὤψ of a woman or goddessdark-eyedOd. Hes. Anacr.of ships, ref. to the eyes painted on their bowsA. B.

ShortDef

dark-looking

Debugging

Headword:
κυανῶπις
Headword (normalized):
κυανῶπις
Headword (normalized/stripped):
κυανωπις
IDX:
23713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23714
Key:
κυανῶπις

Data

{'headword_display': '<b>κυαν-ῶπις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυαν-ῶπις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman or goddess</Indic><Tr>dark-eyed</Tr><Au>Od. Hes. Anacr.</Au><aS2><Indic>of ships, ref. to the eyes painted on their bows</Indic><Au>A. B.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κυανῶπις'}