Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κῡανοχαίτης
κυανοχίτων
κυανόχροος
κυανῶπις
κύβδα
κυβείᾱ
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
View word page
κυάν-οφρυς
κυάν-οφρυςυοςmasc.fem.adjὀφρῦς of a womandark-browedas an attractive featureTheoc.

ShortDef

dark-browed

Debugging

Headword:
κυάνοφρυς
Headword (normalized):
κυάνοφρυς
Headword (normalized/stripped):
κυανοφρυς
IDX:
23709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23710
Key:
κυάνοφρυς

Data

{'headword_display': '<b>κυάν-οφρυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυάν-οφρυς</HL><Infl>υος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ὀφρῦς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>dark-browed<Expl>as an attractive feature</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυάνοφρυς'}