Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κῡανοχαίτης
κυανοχίτων
κυανόχροος
κυανῶπις
κύβδα
κυβείᾱ
κυβεῖον
Κυβέλη
View word page
κυανό-στολος
κυανό-στολοςονadjστολή of Aphrodite, in mourningdark-robedBion

ShortDef

dark-robed

Debugging

Headword:
κυανόστολος
Headword (normalized):
κυανόστολος
Headword (normalized/stripped):
κυανοστολος
IDX:
23707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23708
Key:
κυανόστολος

Data

{'headword_display': '<b>κυανό-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυανό-στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aphrodite, in mourning</Indic><Tr>dark-robed</Tr><Au>Bion</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυανόστολος'}