Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κῡανοχαίτης
κυανοχίτων
κυανόχροος
κυανῶπις
κύβδα
κυβείᾱ
View word page
κυανό-πτερος
κυανό-πτεροςονadjπτερόν of a bird, a cicadadark-wingedHes. E.

ShortDef

with blue-black feathers, dark-winged

Debugging

Headword:
κυανόπτερος
Headword (normalized):
κυανόπτερος
Headword (normalized/stripped):
κυανοπτερος
IDX:
23705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23706
Key:
κυανόπτερος

Data

{'headword_display': '<b>κυανό-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυανό-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bird, a cicada</Indic><Tr>dark-winged</Tr><Au>Hes. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυανόπτερος'}