Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κῡανοχαίτης
κυανοχίτων
κυανόχροος
View word page
κυανο-πλόκαμος
κυανο-πλόκαμοςονadj of women, goddessesdark-hairedB.

ShortDef

dark-haired

Debugging

Headword:
κυανοπλόκαμος
Headword (normalized):
κυανοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
κυανοπλοκαμος
IDX:
23702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23703
Key:
κυανοπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>κυανο-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυανο-πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of women, goddesses</Indic><Tr>dark-haired</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυανοπλόκαμος'}