Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
View word page
κυανο-ειδής
κυανο-ειδήςέςadjεἶδος1 of river-waterdarkdark-blueE.

ShortDef

dark-blue, deep-blue

Debugging

Headword:
κυανοειδής
Headword (normalized):
κυανοειδής
Headword (normalized/stripped):
κυανοειδης
IDX:
23699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23700
Key:
κυανοειδής

Data

{'headword_display': '<b>κυανο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυανο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of river-water</Indic><Tr>dark<or/>dark-blue</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυανοειδής'}